Σωματίδια του πυρήνα

Σωματίδια του πυρήνα
— Οι πρώτες ενδείξεις της πολυπλοκότητας του ατομικού πυρήνα προήρθαν από τη μελέτη της ραδιενέργειας*κατά το τέλος του περασμένου αιώνα, αλλά μόνο με την πειραματική εργασία του Μόσλεϋ* (1913-1914) επιβεβαιώθηκε ότι οι πυρήνες αποτελούνται από σ. εφοδιασμένα με θετικό ηλεκτρικό φορτίο για τα οποία ο Ράδερφορντ πρότεινε το όνομα πρωτόνια. Η εισαγωγή της έννοιας της ισοτοπίας (*ισότοπα) και η πειραματική απόδειξη της ύπαρξης των ισότοπων (‘A-στον*, 1919), οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι στον πυρήνα, κοντά στα πρωτόνια θα έπρεπε να υπάρχουν σ. ηλεκτρικά ουδέτερα· από το 1920 ο Ράδερφορντ πρότεινε για τα σ. αυτά το όνομα νετρόνια. Το 1932, το ζεύγος Ζολιό* - Κιουρί παρατήρησε ότι το βηρύλλιο βομβαρδιζόμενο με σ. α, που εκπέμπονται από το πολώνιο, εξέπεμπε σ. ηλεκτρικά ουδέτερα, εφοδιασμένα με μεγάλη ενέργεια, ικανά να αποσπάσουν πρωτόνια από ουσίες που περιέχουν υδρογόνο και θεωρήθηκε ότι επρόκειτο για φωτόνια με λίαν υψηλή ενέργεια. Επαναλαμβάνοντας το πείραμα των Ζολιό - Κιουρί, ο Τζαίημς Τσάντουικ* κατόρθωσε να αποδείξει ότι τα σ. που εκπέμπονται από το βηρύλλιο έχουν μια μάζα ίση περίπου με εκείνη του πρωτονίου· η απόδειξη αυτή σημείωσε την ανακάλυψη του νετρονίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σωματίδια α — Προέρχονται από την αυτόματη διάσπαση του πυρήνα των ραδιενεργών στοιχείων και ταυτίζονται με τους πυρήνες του στοιχείου ηλίου. Τα σ. αυτά φέρουν θετικό φορτίο και συνιστούν τη λεγόμενη ακτινοβολία α …   Dictionary of Greek

  • σωματίδια β — Ηλεκτρόνια που εκπέμπονται κατά τη διάσπαση του πυρήνα των ραδιενεργών στοιχείων (*ραδιενέργεια) …   Dictionary of Greek

  • ιονισμός (του ατόμου) — Φαινόμενο κατά το οποίο ένα άτομο, αρχικά ουδέτερο, μετατρέπεται σε ένα ιόν, που έχει ένα ή περισσότερα ηλεκτρικά φορτία, καθώς ένας αριθμός ηλεκτρονίων, που περιφέρονταν αρχικά γύρω από τον πυρήνα του, έχει διαφύγει της έλξης και κινούνται,… …   Dictionary of Greek

  • άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… …   Dictionary of Greek

  • ραδιενέργεια — Ιδιότητα ορισμένων στοιχείων να αποσυνθέτουν αυτόματα (φυσική ρ.) ή τεχνητά (τεχνητή ρ.) τους ατομικούς πυρήνες, με εκπομπή σωματιδιακών ακτινοβολιών (α και β) και ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας (γ). Οι πρώτες μελέτες επί της φυσικής ρ. ανάγονται …   Dictionary of Greek

  • πυρήνας — Δομικό συστατικό, που σε κάθε κύτταρο, ζωικό ή φυτικό, διαδραματίζει βασικό ρόλο στη σύνθεση των ειδικών πρωτεϊνών και στις διεργασίες αναπαραγωγής. Συνήθως πρόκειται για ένα σφαιρικό στοιχείο που, οροθετούμενο από μια δική του μεμβράνη,… …   Dictionary of Greek

  • νετρόνιο — Ουδέτερο ηλεκτρικά σωματίδιο, με μάζα περίπου 2.000 φορές μεγαλύτερη από τη μάζα του ηλεκτρονίου και 1,0014 φορές από τη μάζα του πρωτονίου τα ν. μαζί με τα πρωτόνια αποτελούν τα βασικά συστατικά του πυρήνα στον οποίο συγκεντρώνεται ποσοστό… …   Dictionary of Greek

  • ενέργεια — Ο ορισμός της ε. είναι καρπός μακράς μελέτης και προσπαθειών, οι οποίες εξέτειναν και διεύρυναν την έννοιά της, ώστε να περιλάβει και να πλαισιώσει πλήθος φαινομένων. Σε μια πρώτη προσέγγιση, η ε. μπορεί να οριστεί ως η ικανότητα ενός συστήματος… …   Dictionary of Greek

  • κύτταρο — Η μικρότερη οργανωμένη μονάδα ζωής, η οποία είναι ικανή να ζήσει και να αναπαραχθεί από μόνη της. Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, από τα βακτήρια μέχρι τα πιο πολύπλοκα φυτά και ζώα, αποτελούνται από κ.· τα βακτήρια, τα πρωτόζωα, ορισμένοι μύκητες… …   Dictionary of Greek

  • μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”